- Μεγιστώ
- Μεγιστώ, -οῡς, ἡ (Α) [μέγιστος]προσωποποίηση τού μεγέθους.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μεγίστω — μέγας big masc/neut nom/voc/acc dual μέγας big masc/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγίστῳ — μέγας big masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγίστωι — μεγίστῳ , μέγας big masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαστήριος — μαστήριος, α, ον (Α) [μαστήρ] αυτός που έχει την ιδιότητα ή την ικανότητα να αναζητά και να βρίσκει κάτι, ο επιτήδειος στην έρευνα («Ἑρμῇ μεγίστῳ προξένῳ μαστηρίῳ», Αισχύλ.) … Dictionary of Greek
μόνος — η, ο (ΑΜ μόνος, η, ον, Α επικ. και ιων. τ. μοῡνος, η, ον, δωρ. τ. μῶνος, η, ον) 1. αυτός που υπάρχει ή γίνεται χωριστά από άλλους, χωρισμένος από άλλους, μοναχός (α. «θα πάω μόνη διακοπές» β. «μοῡνος ἐὼν πολέσιν μετὰ Καδμείοισιν», Ομ. Ιλ.) 2.… … Dictionary of Greek
πολυβόρος — ον, ΝΑ νεοελλ. ζωολ. γένος αρπακτικών πτηνών τού Νέου Κόσμου αρχ. αυτός που τρώει με βουλιμία, αδηφάγος («ζῴῳ, μεγίστῳ πεφυκότι καὶ πολυβορωτάτῳ», Πλατ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + βόρος (< βορά «τροφή»), πρβλ. σαρκο βόρος. Η λ., ως επιστημον.… … Dictionary of Greek